πρωτεύειν

πρωτεύειν
πρωτεύω
to be the first
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω …   Dictionary of Greek

  • προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… …   Dictionary of Greek

  • χηναλωπέκειος — εία, ον, Α [χηναλώπηξ, εκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χηναλώπεκα («τῶν ᾠῶν φασὶ πρωτεύειν τὰ τῶν ταῶν μεθ ἅ εἶναι τὰ χηναλωπέκεια», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • ՆԱԽԿՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0401 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. πρωτεύειν primatus. Յառաջնութիւն. նախաւորութիւն. *Որդւոյն աստուծոյ ըստ բնութեան ունելով զնախկնութիւն, եւ յորժամ եղեւն մարդ՝ ամենայն ստացուածոցս նախադասի. Կիւրղ. գանձ.: մ. ՆԱԽԿՆՈՒԹԵԱՄԲ իբր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”